καπακώνω

καπακώνω
[καπάκι]
1. σκεπάζω με καπάκι
2. κατορθώνω να υπερισχύσω κάποιου άλλου με δεξιότητα και δολιότητα
3. συγκαλύπτω, αποκρύπτω κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καπακώνω — καπακώνω, καπάκωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καπακώνω — καπάκωσα, καπακώθηκα, καπακωμένος 1. σκεπάζω κάτι με το καπάκι του: Καπάκωσε το δοχείο αυτό να μην πηγαίνουν μύγες. 2. συγκαλύπτω, αποκρύβω: Την καπάκωσαν την υπόθεση. 3. καταφέρνω να υπερισχύω άλλου με διάφορους τρόπους: Τους καπάκωσε με την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαπάκωτος — η, ο [καπακώνω] αυτός που δεν είναι σκεπασμένος ή εφοδιασμένος με καπάκι, ξεσκέπαστος, ακάλυπτος …   Dictionary of Greek

  • καπάκωμα — το [καπακώνω] 1. η κάλυψη με καπάκι 2. η συγκάλυψη, η απόκρυψη …   Dictionary of Greek

  • περιφιμώ — όω, Α κλείνω τελείως, καπακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φιμῶ «φιμώνω, κλείνω»] …   Dictionary of Greek

  • πωματίζω — πωμάτισα, πωματίστηκα, πωματισμένος, κλείνω με πώμα, βουλώνω, ταπώνω, καπακώνω: Τα μπουκάλια πωματίζονται αυτόματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”